παράθεμα

παράθεμα
το ΝΜΑ [παρατίθημι]
νεοελλ.
1. απόσπασμα από συγγραφικό έργο που παρατίθεται αυτούσιο στον γραπτό λόγο για διασάφηση κάποιας έννοιας
2. μουσ. σύνθεση που συνδυάζει αριθμό γνωστών μελωδιών είτε ταυτόχρονα είτε, σπανιότερα, διαδοχικά, για την δημιουργία ιλαρής εντύπωσης
μσν.
έδεσμα που προσφερόταν, το παρατιθέμενο έδεσμα
αρχ.
1. παράρτημα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίθεμα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράθεμα — appendage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθέματα — παράθεμα appendage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθέματος — παράθεμα appendage neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՊԱՐՈՒՄ — (րումք, կամ րումն, րմունք, մանց.) NBH 1 0274 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. παράθεμα additamentum, περισσόν reliquum, residuum եւ σχοινίον funiculus Աւելորդ ծայրք կամ կախուածք վրանի եւ նմանեացն, ստորոտ. ծոպք. եւ Ապաւանդակ. լար …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”